- καταχάλασμα
- το, -ατοςκατερείπωση, καταγκρέμισμα, ερείπια καταστραμμένου έργου: Η αρχαιολογική υπηρεσία πρέπει να προστατεύει ορισμένα καταχαλάσματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.